μανιγόρδος

μανιγόρδος
μανιγόρδος και μανιόρδος, ὁ (Μ)
1. ο δήμιος
2. αυτός που μετέφερε για ενταφιασμό τα πτώματα όσων πέθαιναν από λοιμώδεις ασθένειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manigoldo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”